- στεφανηπλόκος
- στεφανηπλόκοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανηπλόκος — και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος. Το η τού τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
στεφανηπλόκον — στεφανηπλόκος masc/fem acc sg στεφανηπλόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηπλόκους — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc acc pl στεφανηπλόκος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηπλόκων — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc gen pl στεφανηπλόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηπλόκοι — στεφανηπλόκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανήπλοκοι — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GLYCERA — I. GLYCERA inventrix corollarum, memoratur Plin. l. 35. c. 11. ub i de Pausia pictore: Amavit in iuventa Glyceram, municipem suam inventricem coronarum, certandoque imitatione eius, ad numerofissimam storum varietatem perduxit artem illam. Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
δικτυοπλόκος — δικτυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει ή κατασκευάζει δίκτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + πλοκος < πλόκος < πλέκω (πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος)] … Dictionary of Greek
στεφανηπλοκώ — και αιολ. τ. στεφαναπλοκώ και στεφανοπλοκῶ, έω, Α [στεφανηπλόκος] πλέκω στεφάνια … Dictionary of Greek
στεφανηπλόκια — τά, Α [στεφανηπλόκος] τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια … Dictionary of Greek